Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Λαρδιακόλεξο - Το λεξικό του τόπου μας

Οι μαθητές μας έφτιαξαν το τοπικό μας λεξικό. Λέξεις που χρησιμοποιούνται κατά αποκλειστικότητα στον τόπο μας και θα θέλαμε μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί να τις μοιραστούμε ...

Πριν διαβάσετε τις λέξεις που βρήκαν οι μαθητές μας, θα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας κάτι πραγματικά χρήσιμο. Ένα ηλεκτρονικό λεξικό στο οποίο μπορείτε να βρείτε σχεδόν τα πάντα. http://www.komvos.edu.gr/dictionaries/dictonline/dictonlinetri.htm 
Α
αγκάθα(η)=αγκάθι
αζιέρος (ο)= ξύλο χωμένο στη γη με κάγκελα γύρω γύρω, για να μάθει το παιδί να περπατάει (η παλιά στρατούρα)
άθος (το)= η στάχτη από το τζάκι που χρησιμοποιούνταν στην μπουγάδα
αθρολάκι(το)= τρύπα στο πίσω μέρος του τζακιού για να μαζεύεται η στάχτη
ακουιστής (ο)= ο ακονιστής
ακρύφτα (η)= το κρυφτό
αλαφάντης (ο)= η καπνοδόχος του τζακιού
αλιά (η)= η αγελάδα
αμανέτι(το)=ενθύμιο, δώρο
αμούρι(το)= δοχείο που χρησιμοποιούσαν για το γάλα στο άρμεγμα  της κατσίκας
ανερά (η)=το φάντασμα
απίδι=αχλάδι
αποκρίατος ή αποκρέβατος(ο)=αποθηκευτικός χώρος κάτω από το κρεβάτι, συνήθως αποθήκευαν τα ξύλα για το τζάκι
απόπατος (ο)= η τουαλέτα, που παλιά ήταν έξω από τα σπίτια
αρίανη (η)= ρίγανη
αρναούτια (τα)= οι πιπεριές
αρσίζης (ο)= ο ζωηρός
άτσα (η)= η φτέρνα
ατσί (το)= το κουνάβι
αυγούλα (η)= ψωμάκι ζυμωτό με ένα βραστό αυγό στη μέση
αυλογύριση (η)= η αυλή γύρω γύρω
Β
βαγγέζος (ο)= η παλιά τραμπάλα- ένα σανίδι στερεωμένο πάνω σε μια μεγάλη πέτρα στις άκρες του οποίου "ζυγίζονταν" δηλαδή ισορροπούσαν τα παιδιά
βαζάνα(η)=μελιτζάνα
βαρακίνα (η)= η χλωρίνη
βασταός(ο)= το σύνορο του χωραφιού
βαστρί(το)= πήλινο δοχείο
βερεσές(ο)=χρέος
βίτσα (η)=  η βέργα
βούρνα(η)= στέρνα
Γ
γάδαρος (ο)= ο γάιδαρος
γδόχειρο (το) = το γουδί, για να κοπανά η νοικοκυρά αμύγδαλα, καρύδια, κλπ
γιαγκίνι (το) = το πείσμα
γιαπράκια(τα)= ντολμαδάκια
γιαρένης (ο)= ο επισκέπτης, ο φιλοξενούμενος
γουμάς (ο)= το κοτέτσι
γρικώ= ακούω
Δ
δευτέρι(το)=μικρό τετράδιο
διάλα (η)= η χτένα
διάνος (ο) = η γαλοπούλα
διαφοκέρης (ο)= ο μορφωμένος
Ε
έκνασε (αόρ.)= ωρίμασε
ελάτσωσα (αόρ.) =βούλιαξα στη λάσπη
εντελόχιασα (αόρ.)= φοβήθηκα
εσικιρδίστηκα (αόρ.)= στενοχωρήθηκα
εστιμάριασα (αόρ.)= παρατήρησα
ετσά = έτσι
Ζ
ζαγκούτι (το) = σβέρκος
ζαμπάριας (ο)= αυτός που τα θέλει όλα τζάμπα
ζαχαράκια (τα)= τα γλυκίσματα
ζούπες (οι)= ελιές μεγάλες
Θ
θυμιατούρι (το)= σκεύος με το οποίο θυμιάζουν
θωρώ = βλέπω
Κ
καβέτα (η)= στρατιωτικό πιάτο
καζαναριό (το)= το καζάνι στο οποίο φτιάχνουν τη ρακή
καζίκι (το)= ξύλο που καρφώνουν στο χώμα για να δένουν τα ζώα
καθέκλα (η)= η καρέκλα
καλαφουνός (ο)= η φωτιά που ανάβουμε για να κάψουμε το Πάσχα τον Ιούδα
καμουζέλες (οι)= οι μασκαράδες
κανιρίζω= κοιτάω λοξά
καντηλοβαστάι (το)= το σχοινάκι με το οποίο κρεμούσαν το καντήλι από την καμάρα
καντούνι (το)= η γωνιά
καπλατίζω = βάζω το σεντόνι στο στρώμα
καρμανιόλα (η)= κρεμάλα
καρναπίτι(το)=κουνουπίδι
κάρσα(η)= η κάλτσα
κασαπειό (το)= το κρεοπωλείο
κάσση (η)= το μέρος στο οποίο κάθονται οι κότες για να γεννήσουν
καστέλι(το)= το ράφι
κατής (ο)= ο δικαστής
κατρακυλώ= κυλώ
κατσουνάς (ο)= ξύλο στο οποίο κρεμούσαν τα κουλούρια
κάττης (ο)= ο γάτος
καφίζι(το)= μονάδα μέτρησης ίση με 2,5 κιλά
κελλές (ο)= το κεφάλι
κηπούλι (το) =το χωράφι
κέλης (ο)= ο φαλακρός
κερολάι (το)= είδος δοχείο στο οποίο έφτιαχναν το κερί
κίζω= κομματιάζω
κιλίμι (το)= είδος χαλιού
κλαφτήρας (ο)= το κλαδευτήρι
κλουθώ = ακολουθώ
κοκιάκαππη (η)= η εξωτερική πόρτα της αυλής
κόπανος(ο)=ξύλο για το πλύσιμο των ρούχων
κοφινιάζω= πλένω ρούχα
κριάτι(το)=κρεβάτι με κάγκελα για να στολίζουν τα κεντήματα
κουγιουτί (το)= γωνιά στην οποία δεν πιάνει αέρας
κουλουμπέτα (η)= η τούμπα
κουμάρι (το)= ο τζόγος
κούμελο (το)= το τζάκι
κουμπάνια (η)= η σοδειά
κούννα(η)= το κουκούτσι
κουνιά(τα)= τα κόλλυβα
κουπαρδίζω = αναποδογυρίζω
κουρβανάς(ο)= ο κουμπαράς
κουρέτο (το)= το κουτσομπολιό
κουριέρα (η)= το λεωφορείο
κουρκούτης (ο)= η σαύρα
κουρσούνι= κάτι πολύ βαρύ
κριάς (το)= το κρέας
κριάτι(το)= το κρεβάτι
Λ
λάι (το)= το λάδι
λαμένω = περιμένω
λαμπριώτης (ο)= το πασχαλινό αρνί
λαουμάνος (ο)= η κανάτα
λέρα (η)= η βρωμιά
λόπια (τα)=τα φασόλια
λουτρουγιά (η)= το πρόσφορο
Μ
μαγερειό (το)= η κουζίνα
μαϊδιά(τα)=λεφτά
μαλαθούνι (το)= καλάθι στο οποίο έβαζαν το ψωμί για την εκκλησία
μαμουριά (η)= η αράχνη
μανάρι (το)= το τσεκούρι
μανίκα (η)= το μανίκι
μάνταλος (ο)= το χερούλι της πόρτας
μαντράτορας (ο)= ο κτηνοτρόφος
μαντροκάζανο(το)= το καζάνι στο οποίο βράζουν το γάλα
μάξους= επίτηδες
ματσέλα(η)=η πόρτα του κτήματος
μάτσι(το)=παραδοσιακό φαγητό από αλεύρι και νερό, που έτρωγαν στους γάμους
μελεκούνι (το)= το γλυκό- κάλεσμα του γάμου, από σησάμι και μέλι
μουκιερές (ο)= το ταμείο
μουνουριά (η)= η μουριά
μουστούχι (το)= το φίμωτρο των ζώων
μουτσούνα (η)= το πρόσωπο
μουχούρτα (η)= η λεκάνη
μπαλούκος (ο)= στρογγυλή πέτρα
μπανιότα(η)=ψωμί
μπατανόβουρτσα (η)= βούρτσα με την οποία ασβέστωναν τους τοίχους
μπεκιάρης (ο)= ο μοναχός
μπήχνω= τρυπώνω
μπογιατζής (ο)= ο ελαιοχρωματιστής
μπορκά (η)= η χωρίστρα στα μαλλιά
μπουάς (ο)= το αρσενικό ελάφι
μπουράκιο (το)= το παγούρι
μπούρδα (η)= το τσουβάλι για τις ελιές
μώσε = ορκίσου
Ν
νέφελα (τα)=τα σύννεφα
ντενεκές (ο)= ο κουβάς
Ξ
ξεσκάλω= ανακατεύω
ξύλενα (τα)= τα τσόκαρα
ξεπασμένος-η-ο= φαντασμένος-η-ο
Ο
όντες= όταν
όχεντρα (η)= η οχιά
οντάς (ο)= το σπίτι
Π
παιί (το)= το παιδί
παμπάκι (το)= το βαμβάκι
παπούτσες (οι)= τα πέδιλα της θάλασσας
παστελαριές (οι)= ξερά σύκα γεμιστά με σησάμι
πατανία (η)= η κουβέρτα
πατατούκα (η)= σακάκι που έβαζαν οι γέροι
πατήχα (η)=καρπούζι
πατσουλένιος-α-ο= αδύνατος-η-ο
πιδιακούλι(το)=  μικρό πήλινο δοχείο
πίσσα (η)= η τσίκλα
πιτσικίλα (η)= το κουκουνάρι
πιτταρούδια (Τα)= κεφτεδάκια
ποήματα (τα)= παπούτσια γυναικών
πόνεμα (το)= η πληγή
πούλα (η)= η κότα
πουρνό(το)= το πρωί
πουρσούκι (το)= το κουνάβι
προεστός (ο)= ο δήμαρχος
προσκάνω= προσπερνώ
προσφάς (ο)= η μυζήθρα
προύατο (το)= το πρόβατο
πυλιώνας(ο)=η σιδερένια εξώπορτα
πωρικά (τα)= τα ζαρζαβατικά
Ρ
ρακοπινάς (ο)= ο μέθυσος
ρεμόνι (το)= εργαλείο που κοσκινίζουν το σιτάρι
ρεφενές (ο)= το μερίδιο
ρίγλα(η)= το ξύλο, η βίτσα
ρουφιαμπάχης (ο)= ο καταδότης
Σ
σακοράφα(η)= η βελόνα με την οποία έραβαν τα τσουβάλια
σαλά (η)= η σαλάτα
σαούλα (η)= το σχοινί
σαούρα (η)= σκληρό χώμα που χρησιμοποιούσαν για το δάπεδο των σπιτιών
σβίγγοι (οι)= οι λουκουμάδες
σεβδάς (ο)= ο ερωτικός πόνος
σιαστικός (ο)= ο αρραβωνιαστικός
σίερο (το)= το σίδερο
σιμιλώνω= πήζω
σκάδια(τα)= ξερά σύκα
σκαρμός (ο)= ο σκελετός
σκόλη (η)= η γιορτή
σκουτέλλα (η)= η πιατέλα
σουλούνι (το)= ο σωλήνας
σουφάς(ο)= το κρεβάτι
σουφράς(ο)= χαμηλό στρογγυλό τραπέζι
σπήλιος (ο)= η σπηλιά
συνόκαιρος (ο)= ο συνομήλικος
συριστάλι(το)= φτυαράκι για το τζάκι
Τ
ταβάς (ο)= μικρή λεκάνη
ταμαχιάρης (ο)= ο απαιτητικός
ταμεζάνα (η)= γυάλινο δοχείο
ταχράς (ο)= εργαλείο που κόβει ξύλα
τέλι (το)= το σύρμα
τέμπλα(η)=ραβδί που χρησιμοποιούνταν στο λιομάζεμα
τόκκα (η)= η χειραψία
τουτούνα (η)= η φλογέρα
τραπουζάνια(τα)=ξύλινα κάγκελα στην άκρη του κρεβατιού
τσάμπα (η)= η σπίθα
τσαμπούνα (η)= λαϊκό μουσικό όργανο που έφτιαχναν από δέρμα προβάτου
τσανάκα (η)=λεκάνη
τσουβράς (ο)= η σούπα
τσούκα(η)= κατσαρόλα
τσιμιά (η)= η καπνοδόχος
τυπάρι (το)= ξύλινη σφραγίδα για ψωμιά
Φ
φαντάζα (η)= η φαντασμένη
φελλούκα (η)= η βάρκα
φέντης (ο)= ο πατέρας, ο αρχηγός
φι (το)= το φίδι
φιάκας (ο)= ο μάγκας
φλετρό (το)= το πηγάδι
φόκος (ο)= η φωτιά
φορδακλός (ο)= ο βάτραχος
φουσκιά (τα) = τα σκουλαρίκια
φροκαλιά(η)=ψάθινη σκούπα
φροκαλίζω= σκουπίζω
Χ
χαβούζα (η)= η στέρνα
χαλατά (τα)= τα γκρεμισμένα
χαράρι (το)= μεγάλο τσουβάλι
χαρκευτής (ο)= ο σιδεράς
χλαπάτσα (η)= το φτύσιμο
χολιώ= στεναχωριέμαι
χταπουζιάζομαι= πέφτω κάτω
χωρατεύω= αστειεύομαι
Ψ
ψιμίθι(το)= ψωμάκι, κουλούρι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου